- ξυλαμώ
- ξυλαμῶ, -άω (Α)(σχετικά με πράσινους βλαστούς και χόρτα) φυτεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η ανάλυση τού ρ. σε ξύλον + ἄμη «σκαπτικό εργαλείο, τσάπα» ή σε ξύλον + ἀμῶ (Ι) «θερίζω» δεν ικανοποιεί από σημασιολογική άποψη. Εξίσου σημασιολογικά ασαφής θα ήταν και η υπόθεση ότι το ρ. έχει σχηματιστεί από τη λ. ξύλον κατά το καλαμῶμαι. Η υπόθεση, τέλος, ότι πρόκειται για δάνειο από την Αιγυπτιακή που παρετυμολογικά έχει συνδεθεί με το ξυλον παραμένει αβέβαιη, δοθέντος ότι δεν μαρτυρείται αιγυπτ. τ. στον οποίο να αναχθεί η λ. Το πιθανότερο είναι ότι το ρ. χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει μια διαδικασία σποράς φυτών που προϋπέθετε κάποια ιδιαίτερη μέθοδο προετοιμασίας του εδάφους].
Dictionary of Greek. 2013.